- αντικλαίω
- ἀντικλαίω (AM) (Α κ. -κλάω)κλαίω και εγώ ακούγοντας κάποιον να κλαίει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντέκλαιον — ἀντικλαίω weep in return imperf ind act 3rd pl ἀντικλαίω weep in return imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικλαύσειαν — ἀντικλαίω weep in return aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντέκλαυσεν — ἀντικλαίω weep in return aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)